- τινάκτης
- τινάκτης, ὁ, der Schwinger, Erschütterer, γαίης, Erderschütterer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
θυρσοτινάκτης — θυρσοτινάκτης, ὁ (Α) (για τον Βάκχο) αυτός που σείει τον θύρσο, που κινεί τον θύρσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + τινάκτης (< τινάσσω), πρβλ. παντο τινάκτης, πετρεν τινάκτης] … Dictionary of Greek
παντοτινάκτης — ὁ, Α αυτός που σείει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + τινάσσω (πρβλ. θυρσο τινάκτης)] … Dictionary of Greek